- αλοιφή
- η (Α ἀλοιφή)1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα, καθαρισμό, στίλβωμα ή επάλειψη διαφόρων αντικειμένωννεοελλ.λέγεται μτφ. για κάθε παρασκεύασμα, ακόμη και φαγητό, σε ρευστή κατάσταση και με υπερβολικά λεία υφήαρχ.1. ζωικό λίπος και ιδιαίτ. το χοιρινό πάχος2. άλειμμα, επάλειψη, χρωματισμός3. εξάλειψη, απαλοιφή4. στη μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα στην Πύλο και σημαίνει «λάδι για επάλειψη», «αλοιφή από ελαιόλαδο» (μυκην. a-ro-pa).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται μεταπτωτικά από το ρ. ἀλείφω.ΠΑΡ. ἀλοιφῶαρχ.ἀλοιφαῖοςμσν.ἀλοιφεῖον νεοελλ. αλοιφάτος, αλοιφένιος.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλοιφόπιτα, αλοιφοφυράματα].
Dictionary of Greek. 2013.